Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Το όνομά μας επηρεάζει τη ζωή μας;

Το όνομά μας επηρεάζει τη ζωή μας;

Όταν οι γονείς ξοδεύουν ώρες στην αναζήτηση ονόματος για το μωράκι που θα φέρουν στον κόσμο, είναι πιθανό να σκέφτονται ότι η επιλογή τους θα έχει σημαντική επίδραση στη ζωή του παιδιού τους. Κάνουν, όμως, τα ονόματα όντως την διαφορά;

Το να επιλέξει κανείς όνομα για το παιδί του είναι περίπλοκη διαδικασία. Όχι μόνο θα πρέπει να συνοδεύει αρμονικά το επίθετο της οικογένειας, αλλά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και όλα τα παρατσούκλια, καλά ή κακά, που μπορεί να δημιουργηθούν από αυτό. Ένα όνομα μπορεί να δίδεται για να τιμήσει τον παππού της οικογένειας, όμως αυτό πλέον δεν του δίνει τόσο μεγάλη βαρύτητα, παρά μόνο την ικανοποίηση του “κειμηλίου”.

Πριν τα συμπεράσματα των ερευνών που ακολουθούν, θα ήθελα να σας πω την δική μου ιστορία. Ίσως, έχω ένα από τα ονόματα που δεν έχετε ακούσει ποτέ. Γιατί; Απλά οι γονείς μου ήθελαν να κάνουν την διαφορά και να μου χαρίσουν ένα όνομα σπάνιο. Ήθελαν, όμως, το όνομα αυτό να γιορτάζεται (4 Ιουλίου). Πώς με επηρέασε στη ζωή μου; Όχι πολύ, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Είναι δύσκολο για όσους με γνωρίζουν να το μάθουν, μερικοί δεν το θυμούνται και άλλοι δεν το ξεχνούν ποτέ. Όμως, κανένας δεν με μπερδεύει. Στο μέλλον, βέβαια, δεν ξέρω εάν και πόσο θα επηρεάσει τη ζωή μου.

Τα τελευταία 70 χρόνια, ερευνητές έχουν προσπαθήσει να καταλάβουν την επίδραση που μπορεί να έχει ένα ασυνήθιστο όνομα στη ζωή κάποιου. Γενικά, θεωρείται ότι εν μέρει η ταυτότητά μας διαμορφώνεται από τον τρόπο που μας αντιμετωπίζουν οι άλλοι γύρω μας. Αυτή είναι μία θεωρία, που οι ψυχολόγοι ονομάζουν “looking-glass self”, σύμφωνα με την οποία, το όνομά μας έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τις αλληλεπιδράσεις μας με την κοινωνία στο σύνολό της.

Κάποιες από τις πρώτες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν έδειξαν ότι οι άνδρες με περίεργο όνομα είχαν περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το σχολείο και να είναι μοναχικοί άνθρωποι στη ζωή τους. Επίσης, άλλη έρευνα έδειξε ότι οι ψυχιατρικοί ασθενείς με ασυνήθιστα ονόματα είχαν την τάση να είναι πιο διαταραγμένοι.

Ο Dalton Conley, κοινωνιολόγος στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ισχυρίζεται ότι τα παιδιά με ασυνήθιστα ονόματα μπορούν να ελέγξουν καλύτερα τις παρορμητικές αντιδράσεις τους, επειδή είναι συνηθισμένα να τους πειράζουν γι' αυτά ή να ρωτούν για την ιστορία τους. “Στην πραγματικότητα, επωφελούνται από αυτό, αφού μαθαίνουν να ελέγχουν τα συναισθήματα και τις παρορμήσεις τους. Πράγμα που αποτελεί μεγάλη ικανότητα για να πετύχει κανείς στη ζωή του”.

Σε αντίστοιχο συμπέρασμα έχει καταλήξει και ο Gregory Clark, ο οικονομολόγος πίσω από το βιβλίο με τίτλο “The Son Also Rises: Surnames and the History of Social Mobility”. Παρά το γεγονός ότι είχε εστιάσει περισσότερο την προσοχή του στα επίθετα, ο Clark ασχολήθηκε και με τα πρώτα ονόματα, κυρίως των 14.449 πρωτοετών φοιτητών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης από το 2008 έως το 2013.

Συγκρίνοντας τα ποσοστά του δείγματος ονομάτων από το πανεπιστήμιο, με αυτά από τον γενικό πληθυσμό (της ίδιας ηλικίας), υπολόγισε την πιθανότητα, σε σχέση πάντα με τον μέσο όρο, ένα πρόσωπο να λάβει ένα συγκεκριμένο όνομα. Για να είναι πιο αντικειμενικό και να αφορά μόνο την Οξφόρδη, αφαίρεσε όλα τα μη αγγλικά ονόματα ή εκείνα που συνοδεύονταν από ουαλικά επώνυμα.



Βάση των σημειώσεων του, υπάρχουν τρεις φορές περισσότερες Eleanor από ότι περίμενε, γεγονός που καθιστά το όνομα αυτό στην πρώτη θέση για τα κορίτσια, ενώ τα Peter, Simon και Anna δεν βρίσκονται πολύ πίσω. Αντίθετα, λιγότερες είναι οι Jade και ακόμα περισσότερο οι Paige και Shannon. Το όνομα Eleanor είναι κατά 100 φορές πιθανότερο να ακουστεί στην Οξφόρδη από ότι το Jade.

Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι τα ονόματα είναι εκείνα που ευθύνονται για την τόσο μεγάλη απόκλιση, αλλά μάλλον άλλοι παράγοντες που αυτά εκπροσωπούν, λέει ο Clark. Τα διαφορετικά ονόματα είναι δημοφιλή σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, που έχουν διαφορετικές δυνατότητες και στόχους.

“Αυτό είναι κάτι που προέκυψε στην σύγχρονη Αγγλία. Μέχρι το 1880 δεν υπήρχε”, εξηγεί. Όταν επανέλαβε την έρευνα, αλλά αυτή τη φορά περιλαμβάνοντας στο δείγμα του τους φοιτητές της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ στις αρχές του 19ου αιώνα, διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε τόσο μεγάλη σύνδεση των ονομάτων με τα πανεπιστήμια που φοιτούσαν. Πράγμα που σημαίνει ότι τα πρώτα ονόματα τότε δεν είχαν τη σημασία που έχουν σήμερα.

Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι πλέον υπάρχει η τάση προς τα παράξενα και ίσως μοναδικά ονόματα. Πριν το 1800, υπήρχαν τέσσερα ανδρικά ονόματα που κάλυπταν το μισό του συνόλου των Άγγλων. Το 2012, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, τα τέσσερα αυτά κορυφαία ονόματα (Harry, Oliver, Jack, Charlie) αντιπροσώπευαν μόλις το 7% των αγοριών της Αγγλίας.

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το 1950 περίπου το 5% των γονέων επέλεγαν όνομα για το παιδί τους που δεν βρισκόταν ανάμεσα στα 1000 πιο συνηθισμένα. Το 2012, το ποσοστό αυτό έφτασε το 27%.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, δεν ήταν σπάνιο για τους γονείς να δίνουν στα παιδιά τους το ίδιο όνομα, για παράδειγμα δύο John από διαφορετικούς παππούδες. Τώρα πια, οι γονείς ψάχνουν όλο και περισσότερο για μοναδικά ονόματα ή και ορθογραφικά γραμμένα περίεργα.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Jean Twenge στο βιβλίο της “Narcissism Epidemic”, τώρα πια το όνομα Jasmine μπορεί να το συναντήσει κανείς με πολλούς τρόπους, όπως Jazmine, Jazmyne, Jazzmin, Jazzmine, Jasmina, Jazmyn, Jasmin, και Jasmyn.

Με δεδομένο ότι τα ονόματα πια γίνονται θέμα επιλογής και όχι τόσο παράδοσης, αποκαλύπτονται περισσότερα στοιχεία για εκείνους που κάνουν την επιλογή. Παράδειγμα αυτού αποτελεί η αυξανόμενη ευκολία με την οποία μπορεί να μαντέψει κανείς πλέον εάν ένα όνομα ανήκει σε λευκό ή μαύρο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Roland Fryer και Steven Levitt απέδειξαν ότι στην Καλιφόρνια μέχρι το 2003 περίπου το 40% των μαύρων κοριτσιών έφεραν ονόματα που δεν είχε ούτε ένα λευκό κορίτσι.

Οι συνέπειες αυτής της έντονης διάκρισης ανάμεσα στην κοινωνικές τάξεις και φυλές είναι εντυπωσιακές. Σε μία μελέτη από το 2003 με τίτλο “Are Emily And Greg More Employable Than Lakisha and Jamal?”, οι Marianne Bertrand και Sendhil Mullainathan έστειλαν περίπου 5.000 βιογραφικά απαντώντας σε αγγελίες εφημερίδων της Βοστώνης και του Σικάγο.

Όλα τα βιογραφικά ήταν ίδια, αλλά στα μισά έβαλαν ονόματα που συναντά κανείς περισσότερο σε λευκούς, όπως Emily Walsh ή Greg Baker, και στα υπόλοιπα ονόματα Αφρο-αμερικάνων, όπως Lakisha Washington ή Jamal Jones. Το ποσοστό ανταπόκρισης στα “λευκά” ονόματα ήταν κατά 50% υψηλότερο. Τα ποσοστά αυτά παρατηρήθηκαν και στις εταιρείες που έλεγαν πώς προσφέρουν ίσες ευκαιρίες.

Αντίστοιχα αποτελέσματα υπάρχουν και στα σχολεία. Ο David Figlio, που βρίσκεται στο πανεπιστήμιο του Northwestern, ανέλυσε τα αποτελέσματα 55.000 παιδιών σε μία σχολική περιφέρεια της Φλόριντα. Αντί να υπάρχει διάκριση μεταξύ των “λευκών” και “μαύρων” ονομάτων, κατάλαβε ποια ονόματα προέρχονταν από “μαύρες” ή χαμηλού εισοδήματος οικογένειες. Αυτό τον βοήθησε να δημιουργήσει μία προοδευτική κλίμακα, όπως για παράδειγμα από το όνομα Drew στο Dwayne και από εκεί στο DaMarcus και το Da'Quan.

Διαπίστωσε, ότι το τελευταίο σε σειρά όνομα άνηκε στον μαθητή που είχε την χαμηλότερη βαθμολογία και ήταν λιγότερο πιθανό να προταθεί για το πρόγραμμα των “προικισμένων” φοιτητών. Αυτό ίσχυε και για τα υπόλοιπα αδέλφια των συγκεκριμένων μαθητών ή ακόμα και των διδύμων τους. Σύμφωνα με τον Figlio, το πρόβλημα βρίσκεται στις προσδοκίες που έχουν οι δάσκαλοι και οι διευθυντές των σχολείων, αφού σε όποια σχολεία υπήρχαν περισσότεροι έγχρωμοι δάσκαλοι, η διάκριση αυτή ήταν λιγότερο έντονη.

Σε μία δεύτερη έρευνα, ο Figlio χρησιμοποίησε τα ίδια στοιχεία, για να δείξει ότι τα μαύρα αγόρια, που έφεραν ονόματα που ήταν πιο συνηθισμένα στα κορίτσια, ήταν πιθανόν να αναπτύξουν προβλήματα συμπεριφοράς κατά την εφηβεία τους. Τα προβλήματα δε αυτά γίνονταν περισσότερα, όταν υπήρχαν κορίτσια στην ίδια τάξη, για παράδειγμα, με το ίδιο όνομα.

Αν τα ονόματα όντως επηρεάζουν την ευκαιρία στην επιτυχία του καθενός, μπορεί να μην οφείλεται πάντα στις αντιδράσεις που προκαλούν στους άλλους ανθρώπους (the "looking-glass self"). Οι ψυχολόγοι κάνουν λόγο για έναν “σιωπηλό εγωισμό”, δηλαδή τα θετικά συναισθήματα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του. Ο Brett Pelham αναφέρει την έννοια αυτή εξηγώντας την ανακάλυψή του ότι τα άτομα που ονομάζονταν Virginia, Mildred, Jack και Philip πολλαπλασιάζονται στις περιοχές Virginia, Milwaukee, Jacksonville και Philadelphia, αφού έχουν την τάση να ζουν εκεί.

Άλλη έρευνα του 2007, με τίτλο “Moniker Maladies”, έδειξε ότι οι άνθρωποι που τους άρεσαν τα αρχικά γράμματα των ονομάτων τους πιο εύκολα έφταναν στην επιτυχία. Οι Leif Nelson και Joseph Simmons μελέτησαν τα strikeout που είχαν οι παίκτες του μπέιζμπολ επί έναν αιώνα. Διαπίστωσαν ότι οι παίκτες με όνομα που ξεκινούσε από 'Κ' είχαν μεγαλύτερα ποσοστά (το 'Κ' σημαίνει strikeout στη γλώσσα του μπέιζμπολ). Επίσης, είδαν ότι οι απόφοιτοι με ονόματα που ξεκινούσαν από 'C' ή 'D' είχαν χαμηλότερο μέσο όρο στη βαθμολογία τους από εκείνους που είχαν 'A' ή 'B' και ότι οι δεύτεροι είχαν περισσότερες πιθανότητες να πάνε σε καλύτερα πανεπιστήμια.

Τελικά, όλα αυτά πού καταλήγουν; Πρέπει να δίνουμε περίεργα ή συνηθισμένα ονόματα στα παιδιά μας; Πρέπει να ξεκινούν από ένα συγκεκριμένο γράμμα; Πρέπει να αλλάζουμε τα κλασικά ονόματα και να δημιουργούμε νέα δικά μας; Τι πρέπει, τέλος πάντων, να κάνει ένας γονιός, για να εξασφαλίσει μία καλή και επιτυχημένη ζωή για το παιδί του;

Η απάντηση είναι απλή για μένα. Το όνομα του παιδιού πρέπει να είναι εκείνο που αγαπάτε, γιατί έτσι θα το αγαπήσει και εκείνο και θα μπορέσει να το υποστηρίξει σε όλη του τη ζωή. Άλλωστε, ό,τι λέμε, είμαστε. Και το πρώτο πράγμα που λέμε σε κάποιον είναι το όνομά μας.

Πηγή: Pathfinder

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου